σπάλαθρον [2]

σπάλαθρον [2]

σπάλαθρον, τό, = σκάλευϑρον, Poll. 7, 22.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπάλαθρον — και σπάλαυθρον και σπαύλαθρον, τὸ, Α εργαλείο με το οποίο ανασκάλευαν τη φωτιά για να δυναμώσει, αλλ. σκάλεθρον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. Στην Μυκηναϊκή απαντά ο τ. qaratoro. To χειλοϋπερωικό q τού qaratoro και το χειλικό π τού …   Dictionary of Greek

  • σκάλαυθρον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) όργανο με το οποίο ανασκαλεύεται η φωτιά, το σκάλεθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε πιθ. από συμφυρμό τών λ. σκάλευθρον και σπάλαθρον] …   Dictionary of Greek

  • σπάλαυθρον — τὸ, Α βλ. σπάλαθρον …   Dictionary of Greek

  • σπαλύσσομαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «σπαράσσομαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί πιθ. από το θ. σπαλ τού τ. σπάλαθρον, κατά τα ρ. σε ύσσω (πρβλ. πομφολ ύσσω)] …   Dictionary of Greek

  • σπαύλαθρον — τὸ, Α βλ. σπάλαθρον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”