- σπάλιον
σπάλιον, τό, äol. = ψάλιον, wie σπαλίς, ίδος, ἡ, = ψαλίς, s. Bast zu Greg. p. 598.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπάλιον, τό, äol. = ψάλιον, wie σπαλίς, ίδος, ἡ, = ψαλίς, s. Bast zu Greg. p. 598.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπάλιον — τὸ, Α (αιολ. τ.) βλ. ψάλιον … Dictionary of Greek
ψάλιον — τὸ, ΜΑ, και ψάλλιον και αιολ. τ. σπάλιον Α αλυσίδα τού χαλινού τών αλόγων η οποία περνάει κάτω από το σαγόνι («τὸ περὶ γένειον διειρόμενον ψάλιον», Πολυδ.) μσν. (κατ επέκτ.) σαγόνι αλόγου αρχ. 1. ολόκληρος ο χαλινός, συμπεριλαμβανομένου και τού… … Dictionary of Greek