σπάσμα

σπάσμα

σπάσμα, τό, das Gezogene, die Zuckung, der Krampf, Plat. Tim. 87 e; auch vom Meere, App. B. C. 5, 89, ξίφους, der gezückte, bloße Degen, Plut. Otho 17; auch das abgerissene Stück, ϑωράκων σπάσμα-τα, Sull. 21 Lys. 12.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπάσμα — sprain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάσμα — το, ΝΜΑ [σπάω / σπώ] σπασμωδική κίνηση, σύσπαση νεοελλ. σύσπαση, σπασμός μσν. το σπάσιμο στο ξύλο, ο ξυλοδαρμός («πριν ἂν σε κοπανίσουσιν και μάθουν σε τὸ σπάσμα», Πρόδρ.) αρχ. 1. διάρρηξη μυϊκών ινών 2. κομμάτι που έχει αποσπαστεί από κάπου,… …   Dictionary of Greek

  • σπασμάτων — σπάσμα sprain neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάσμασι — σπάσμα sprain neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάσμασιν — σπάσμα sprain neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάσματα — σπάσμα sprain neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάσματι — σπάσμα sprain neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάσματος — σπάσμα sprain neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευρόσπασμα — το (ΑΜ νευρόσπασμα) αυτό που κινείται με χορδές, το νευρόσπαστο νεοελλ. 1. άνθρωπος χωρίς ισχυρή βούληση, που ενεργεί με υποκίνηση άλλου και όχι αυτοβούλως 2. πολύ ανήσυχος και νευρικός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + σπάσμα (< σπῶ), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • σπασμάτιον — τὸ, Α [σπάσμα, ατος] υποκορ. μικρό σπάσμα* …   Dictionary of Greek

  • спазмы — корчи, судороги Спазмодический, судорожный Ср. Spasmus (σπασμός, σπάσμα) корча. Ср. σπάειν, тянуть, терзать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”