σπάσμα — sprain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπάσμα — το, ΝΜΑ [σπάω / σπώ] σπασμωδική κίνηση, σύσπαση νεοελλ. σύσπαση, σπασμός μσν. το σπάσιμο στο ξύλο, ο ξυλοδαρμός («πριν ἂν σε κοπανίσουσιν και μάθουν σε τὸ σπάσμα», Πρόδρ.) αρχ. 1. διάρρηξη μυϊκών ινών 2. κομμάτι που έχει αποσπαστεί από κάπου,… … Dictionary of Greek
σπασμάτων — σπάσμα sprain neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπάσμασι — σπάσμα sprain neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπάσμασιν — σπάσμα sprain neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπάσματα — σπάσμα sprain neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπάσματι — σπάσμα sprain neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπάσματος — σπάσμα sprain neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευρόσπασμα — το (ΑΜ νευρόσπασμα) αυτό που κινείται με χορδές, το νευρόσπαστο νεοελλ. 1. άνθρωπος χωρίς ισχυρή βούληση, που ενεργεί με υποκίνηση άλλου και όχι αυτοβούλως 2. πολύ ανήσυχος και νευρικός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + σπάσμα (< σπῶ), πρβλ.… … Dictionary of Greek
σπασμάτιον — τὸ, Α [σπάσμα, ατος] υποκορ. μικρό σπάσμα* … Dictionary of Greek
спазмы — корчи, судороги Спазмодический, судорожный Ср. Spasmus (σπασμός, σπάσμα) корча. Ср. σπάειν, тянуть, терзать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона