- σπάρτινος
σπάρτινος, von σπάρτος, aus σπάρτος gemacht; Cratin. bei Poll. 10, 186; – ἡ σπαρτίνη = σπάρτη, Ael. H. A. 12, 43; vgl. Poll. 7, 181.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπάρτινος, von σπάρτος, aus σπάρτος gemacht; Cratin. bei Poll. 10, 186; – ἡ σπαρτίνη = σπάρτη, Ael. H. A. 12, 43; vgl. Poll. 7, 181.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπάρτινος — η, ο / σπάρτινος, ίνη, ον, ΝΜΑ πλεγμένος, κατασκευασμένος από σπάρτο («σπάρτινο σχοινί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάρτον + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος, ξύλ ινος)] … Dictionary of Greek
σπάρτινον — σπάρτινος made of masc/fem acc sg σπάρτινος made of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαρτίνου — σπάρτινος made of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπάρτινα — σπάρτινος made of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαρτίνη — η, ΝΑ νεοελλ. βοτ. βλ. σπαρτίνα (Ι) αρχ. η σπάρτη*, σχοινί από σπάρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. σπάρτινος] … Dictionary of Greek