σπηλαΐτης, ὁ, zur Höhle gehörig, Paus. 10, 32, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπηλαΐτης — ὁ, Α (επίθ. διαφόρων θεοτήτων) αυτός που λατρεύεται μέσα στα σπήλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπήλαιον + κατάλ. ίτης (πρβλ. θαλασσ ίτης)] … Dictionary of Greek
σπηλαῖται — σπηλαίτης worshipped in grottos masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)