σπηλαιο-ειδής

σπηλαιο-ειδής

σπηλαιο-ειδής, ές, u. σπηλαι-ώδης, ες, höhlenartig; οἴκησις κα τάγειος, Plat. Rep. VII, 514 a, u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θαλαμοειδής — ές αυτός που έχει σχήμα θαλάμου («θαλαμοειδείς τάφοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + ειδής (< είδος), πρβλ. αψιδο ειδής, σπηλαιο ειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Δημ. Γουζέλη] …   Dictionary of Greek

  • σπηλυγγοειδής — ές, Α σπηλαιώδης, αυτός που έχει σχήμα σπηλαίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπῆλυγξ, υγγος «σπήλαιο» + ειδής*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”