- σποδο-ειδής
σποδο-ειδής, aschartig, -farbig, grau oder isabellfarben, Arist. H. A. 8, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σποδο-ειδής, aschartig, -farbig, grau oder isabellfarben, Arist. H. A. 8, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σποδοειδής — ές, ΝΑ όμοιος με την σποδό ως προς το χρώμα, σταχτής νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο σποδοειδής (ορυκτ.) άλλη ονομασία τού σποδουμένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη» + ειδής*] … Dictionary of Greek