- σπονδίζω
σπονδίζω, sp. Form = σπένδω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπονδίζω, sp. Form = σπένδω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπονδίζω — (I) ΜΑ [σπονδή] σπένδω, κάνω σπονδή μσν. μέσ. σπονδίζομαι συνθηκολογώ με κάποιον. (II) Μ χρησιμοποιώ σπονδείους στον στίχο μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού σπονδ ειάζω, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek