- σπονδ-αγωγός
σπονδ-αγωγός, ein Bündniß bringend, κήρυξ, Phryn. in B. A. 62.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπονδ-αγωγός, ein Bündniß bringend, κήρυξ, Phryn. in B. A. 62.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πομπαγωγός — ὁ, Α αξιωματούχος τής πομπαγωγίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πομπή + αγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ αγωγός, σπονδ αγωγός] … Dictionary of Greek