σποδιάς

σποδιάς

σποδιάς, άδος, ἡ, ein dem Pflaumenbaume ähnlicher Baum, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σποδιάς — σποδιά̱ς , σποδιά heap of ashes fem acc pl σποδιάς bullace fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποδιάς — άδος, ἡ, Α δέντρο γνωστό με τη λόγια ονομασία προύμνη η ακανθώδης, κν. σήμερα τσαπουρνιά, τσαπρουνιά ή αγριοκορομηλιά, το αγριοκοκκύμηλον τού Διοσκορίδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σποδιά + επίθημα άς, άδος (πρβλ. στολ άς)] …   Dictionary of Greek

  • σποδιᾶς — σποδιά heap of ashes fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίαν — (AM λίαν, Α ιων. και επικ. τ. λίην, Μ και λία) επίρρ. πολύ, πάρα πολύ, σε μεγάλο βαθμό (α. «λίην γὰρ μέγα εἶπες», Ομ. Οδ. β. «λίην ἄχθομαι ἕλκος») νεοελλ. φρ. «λίαν καλώς» ο δεύτερος κατά σειρά αξίας μετά το «άριστα» βαθμός αξιολόγησης στα… …   Dictionary of Greek

  • σπονδιάς — άδος, ἡ, Α (δ. γρφ.) η σποδιάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σποδιά «σωρός τέφρας»] …   Dictionary of Greek

  • σποδιά — σποδιά̱ , σποδιά heap of ashes fem nom/voc/acc dual σποδιά̱ , σποδιά heap of ashes fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σποδιάς bullace fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • lē(i)-1 : lǝi- —     lē[i] 1 : lǝi     English meaning: to wish     Deutsche Übersetzung: “wollen”     Material: Gk. (Dor.) λῆν “wollen”, el. λεοίτᾱν “ἐθελοίτην”, gort. λείοι, λείοντι etc., Ion. λῆμα n. “volition”, *λώς “wish, Wahl” (to λῆν, as ζώς to ζῆν),… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”