σποδεύνης

σποδεύνης

σποδεύνης, , der in der Asche sein Lager hat, Dosiad. ara 2, v. l. σπονδεύνης.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σποδεύνης — και δωρ. τ. σποδεύνας, ὁ, Α αυτός που κοιμάται δίπλα στο τζάκι («ὁ ἐν σποδῷ καὶ πυρᾷ εὐναζόμενος παρὰ τῆς μητρός», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη» + εύνης (< εὐνή «κρεβάτι»), πρβλ. χλο εύνης] …   Dictionary of Greek

  • σποδεύνας — σποδεύνᾱς , σποδεύνης lying on ashes masc acc pl σποδεύνᾱς , σποδεύνης lying on ashes masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ …   Dictionary of Greek

  • σποδεύνας — ου, ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. σποδεύνης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”