- σπλαγχνίς
σπλαγχνίς, ίδος, ἡ, = καρδία, Schol. Soph.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπλαγχνίς, ίδος, ἡ, = καρδία, Schol. Soph.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπλαγχνίς — ίδος, ἡ, και τ. πληθ. οφλαγχνίδες, αί, Α (κυρίως στον πληθ.) αἱ σπλαγχνίδες και σφλαγχνίδες τα εντόσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλάγχνα + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. δακτυλ ίς)] … Dictionary of Greek
σφλαγχνίδες — αἱ, Α βλ. σπλαγχνίς … Dictionary of Greek