- σπλαγχνικός
σπλαγχνικός, von den Eingeweiden, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπλαγχνικός, von den Eingeweiden, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπλαγχνικός — ή, ό / σπλαγχνικός, ή, όν, ΝΜΑ, και σπλαχνικός Ν [σπλά(γ)χνο(ν)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σπλάγχνα (α. «σπλαγχνική αντίδραση» β. «σπλαγχνικὰ φάρμακα», Διοσκ.) νεοελλ. 1. ευσπλαγχνικός, οικτίρμονας («σπλαχνικός πατέρας») 2. (για λόγους)… … Dictionary of Greek
σπλαγχνικά — σπλαγχνικός of neut nom/voc/acc pl σπλαγχνικά̱ , σπλαγχνικός of fem nom/voc/acc dual σπλαγχνικά̱ , σπλαγχνικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπλαγχνικοῖς — σπλαγχνικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπλαγχνικήν — σπλαγχνικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπλαγχνικῷ — σπλαγχνικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Eingeweide — Ratte mit eröffneter Bauchhöhle und freipräparierten inneren Organen. Unten die Gebärmutter mit Feten Als Eingeweide (lat.: viscus, Pl. viscera, Adjektiv: visceralis „die Eingeweide betreffend“; altgriech.: τὸ σπλάγχνον (splanchnon), Pl. τὰ… … Deutsch Wikipedia
μύρηξ — (murex). Γένος θαλάσσιων γαστερόποδων της οικογένειας των μυρηκιδών της τάξης των μονωτοκαρδίων, που ονομάστηκαν έτσι επειδή η καρδιά τους έχει μία μόνο κοιλία. Ο σπλαγχνικός θύλακος του μ. περιέχεται σ’ ένα στροβιλοειδές όστρακο, εφοδιασμένο με… … Dictionary of Greek
σκελετός — (Ανατ.). Κατασκευή που αποτελείται από στοιχεία περισσότερο ή λιγότερο άκαμπτα (οστά) και που έχει ως προορισμό να στηρίζει το σώμα, να του δίνει σχήμα και να προστατεύει τα διάφορα όργανά του. Η οστέινη κατασκευή οφείλει την ακαμψία της στην… … Dictionary of Greek
σπλήνα — (Ανατ.). Ενδοκοιλιακό όργανο του αιμοποιητικού συστήματος, που βρίσκεται στο πλάγιο μέρος του αριστερού υποχονδρίου, αμέσως κάτω από το διάφραγμα. Έχει σχήμα ωοειδές πεπλατυσμένο, χρώμα κόκκινο σκούρο και βάρος από 100 έως 200 γρ. στον ενήλικα.… … Dictionary of Greek
σπλαχνικός — ή, ό, Ν βλ. σπλαγχνικός … Dictionary of Greek
τρισπλαγχνικό — το, Ν ανατ. το μεγάλο συμπαθητικό νεύρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trisplanchnic < τρισ / τρι * + σπλαγχνικός] … Dictionary of Greek