- σποδόεις
σποδόεις, εσσα, εν, = σπόδιος, s. Schäf. ad Ap. Rh. 2 p. 131.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σποδόεις, εσσα, εν, = σπόδιος, s. Schäf. ad Ap. Rh. 2 p. 131.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σποδόεις — εσσα, εν, Α γεμάτος σποδό, γεμάτος στάχτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη» + όεις*] … Dictionary of Greek