σπογγίον

σπογγίον

σπογγίον, τό, dim. von σπόγγος, Schwämmchen, οπογγίῳ βεβυσμένον χυτρίδιον Ar. Ach. 439.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπογγίον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπογγίον — και σφογγίον, τὸ, Α [σπόγγος, σφόγγος] 1. μικρός σπόγγος, σφουγγαράκι 2. είδος επιθέματος …   Dictionary of Greek

  • σπογγίοις — σπογγίον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπογγίων — σπογγίον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπογγίῳ — σπογγίον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοσπόγγιον — ξυλοσπόγγιον, τὁ, ἡ ξυλόσπογγος, ὁ (Α) σπόγγος δεμένος στο άκρο ξύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυλον + σπογγίον] …   Dictionary of Greek

  • σπογγεύς — ὁ, και σπογγιεύς, Α σπογγαλιεύς, σφουγγαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος / σπογγίον + κατάλ. εύς (πρβλ. ιππ εύς)] …   Dictionary of Greek

  • σφογγίον — τὸ, Α βλ. σπογγίον …   Dictionary of Greek

  • σπογγία — σπογγίᾱ , σπογγίας masc nom/voc/acc dual σπογγίας masc voc sg σπογγίᾱ , σπογγίας masc voc sg (attic) σπογγίᾱ , σπογγίας masc gen sg (doric aeolic) σπογγίας masc nom sg (epic) σπογγίον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπογγίου — σπογγίας masc gen sg σπογγίον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”