- σπογγο-θηρική
σπογγο-θηρική, ἡ, die Kunst des Vor., Poll. 7, 139.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπογγο-θηρική, ἡ, die Kunst des Vor., Poll. 7, 139.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υγροθηρική — ἡ, Α (ενν. τέχνη) η αλιεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + θηρική (< θήρας < θήρα «κυνήγι»), πρβλ. σπογγο θηρική] … Dictionary of Greek