- σπογγο-ειδής
σπογγο-ειδής, ές, schwammartig, Hippocr. und sonst.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπογγο-ειδής, ές, schwammartig, Hippocr. und sonst.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπογγοειδής — ές, ΝΜΑ, και σφογγοειδής, ές, Α αυτός που μοιάζει με σπόγγο στη σύσταση και στις ιδιότητες νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπογγοειδή ζωολ. οι σπόγγοι 2. φρ. «σπογγοειδής μυκητίαση» ιατρ. λέμφωμα τού δέρματος που δεν έχει όμως καμία σχέση… … Dictionary of Greek