- σπογγεύς
σπογγεύς, ὁ, = σπογγοϑήρας; Arist. H. A. 9, 37, Ath. VII, 282.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπογγεύς, ὁ, = σπογγοϑήρας; Arist. H. A. 9, 37, Ath. VII, 282.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπογγεύς — ὁ, και σπογγιεύς, Α σπογγαλιεύς, σφουγγαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος / σπογγίον + κατάλ. εύς (πρβλ. ιππ εύς)] … Dictionary of Greek
σπογγεῖς — σπογγεύς masc acc pl σπογγεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… … Dictionary of Greek
σπογγιεύς — ὁ, Α βλ. σπογγεύς … Dictionary of Greek