- σπουδασμάτιον
σπουδασμάτιον, τό, dim. von σπούδασμα, Phot. bibl. cod. 150.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπουδασμάτιον, τό, dim. von σπούδασμα, Phot. bibl. cod. 150.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπουδασμάτιον — short treatise neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουδασμάτιον — τὸ, Μ [σπούδασμα, ατος] σύντομη πραγματεία … Dictionary of Greek