σπορά

σπορά

σπορά, , das Säen, Sp. – Uebertr., Zeugung, σπορᾶς γε μὴνἐκ τῆςδε φύσεται ϑρασύς, Aesch. Prom. 871; die Abstammung, Soph. Ai. 1277; die Nachkommen, ϑάλλων εὐγενεῖ τέκνων σπορᾷ, Ant. 1149; Εὐρύτου σπορά τις ἦν, Tr. 315, vgl. 419; Eur. Troad. 503 u. öfter; παίδων, Plat. Legg. V, 729 c; τοῠ γένους, VI, 783 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπορά — σπορά̱ , σπορά sowing fem nom/voc/acc dual σπορά̱ , σπορά sowing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σποράς scattered masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπορᾷ — σπορά sowing fem dat sg (attic doric aeolic) σποράζω scatter fut ind mid 2nd sg (epic) σποράζω scatter fut ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπορά — Η γεωργική εργασία της τοποθέτησης του σπόρου στο οργωμένο έδαφος. Παλιότερα γινόταν με το χέρι και, ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας, οι σπόροι ή διασκορπίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις ή τοποθετούνταν σε αυλακιές. Σήμερα, εξαιτίας της… …   Dictionary of Greek

  • σπορά — η 1. σκόρπισμα των σπόρων στη γη για να βλαστήσουν, σπάρσιμο: Και στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια πολλοί γεωργοί προτιμούν τη γραμμική σπορά των σιτηρών. 2. εποχή της σποράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπορᾶι — σπορᾷ , σπορά sowing fem dat sg (attic doric aeolic) σπορᾷ , σποράζω scatter fut ind mid 2nd sg (epic) σπορᾷ , σποράζω scatter fut ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπορᾶς — σπορά sowing fem gen sg (attic doric aeolic) σπορᾶ̱ς , σποράζω scatter fut ind act 2nd sg (doric) σπορεύς sower masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποράν — σπορά̱ν , σπορά sowing fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποράς — σπορά̱ς , σπορά sowing fem acc pl σποράς scattered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποραῖς — σπορά sowing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποραῖσιν — σπορά sowing fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποραί — σπορά sowing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”