σποραδικός

σποραδικός

σποραδικός, zerstreu't; ζῷα, Thiere, die nicht gesellig sind, einzeln leben, Ggstz ἀγελαῖα, Arist. pol. 1, 3, 3; νοσήματα, die zu allen Zeiten u. an allen Orten herrschen. Medic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σποραδικός — ή, ό / σποραδικός, ή, όν, ΝΜΑ [σποράς, άδος] 1. σκόρπιος, σκορπισμένος εδώ κι εκεί (α. «σποραδικοί οικισμοί» β. «τῶν τε γὰρ θηρίων τὰ μὲν ἀγελαῑα τὰ δὲ σποραδικά ἐστιν», Αριστοτ.) 2. (για νόσο) αυτός που υπάρχει ή μεταδίδεται σε κάθε τόπο και σε… …   Dictionary of Greek

  • σποραδικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που απαντά ή συμβαίνει σε αραιά χρονικά διαστήματα, σπάνιος: Σημειώθηκαν μερικά σποραδικά κρούσματα απειθαρχίας στο στρατό. – Προβλέπονται για αύριο νεφώσεις και σποραδικές βροχές σ όλη τη χώρα. 2. όχι αγελαίος: Σποραδικά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σποραδικά — σποραδικός scattered neut nom/voc/acc pl σποραδικά̱ , σποραδικός scattered fem nom/voc/acc dual σποραδικά̱ , σποραδικός scattered fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποραδικῶν — σποραδικός scattered fem gen pl σποραδικός scattered masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποραδικόν — σποραδικός scattered masc acc sg σποραδικός scattered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποραδικοῖς — σποραδικός scattered masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποραδικοῦ — σποραδικός scattered masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποραδικούς — σποραδικός scattered masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποραδικῶς — σποραδικός scattered adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρετινισμός — Διαταραχή που χαρακτηρίζεται από σοβαρή διανοητική καθυστέρηση, διαταραγμένη σωματική ανάπτυξη και χαρακτηριστικό προσωπείο. Είναι δευτεροπαθής εκδήλωση υπολειτουργίας του θυρεοειδούς που είναι συγγενής ή αρχίζει νωρίς στη νεογνική ηλικία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • спорадические явления — (иноск.) одиночные, случайные (не повальные о болезнях); намек на спорады звезды, рассеянные вне созвездий Ср. σποραδικός (σποράς, рассеянный σπείρω, сею, рассыпаю семена) рассеянный, одинокий …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”