- σπορεύω
σπορεύω, = σπείρω, säen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπορεύω, = σπείρω, säen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπορεύω — Α σπείρω αγρό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μτγν. σχηματισμό < σπόρος (πρβλ. σπορευτός)] … Dictionary of Greek
σησαμοσπορεύω — Α σπέρνω αγρό με σουσάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον «σουσάμι» + σπορεύω (< σπόρος), πρβλ. κατα σπορεύω] … Dictionary of Greek
κατασπορεύω — (Α) κατασπείρω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σπορεύω (< σπόρος), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] … Dictionary of Greek
σπορευτής — ὁ, Α [σπορεύω] ο σπορέας … Dictionary of Greek
σπορευτός — ή, όν, Α (για αγρό) κατάλληλος για σπορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα σπορ τού σπείρω* + ευτός, πιθ. μέσω αμάρτυρου αρχ. *σπορεύω] … Dictionary of Greek