σπαθᾱτός

σπαθᾱτός

σπαθᾱτός, dor. statt σπαϑητός, mit der σπάϑη geschlagen, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπαθάτος — η, ο, / σπαθᾱτος, άτη, ον, ΝΜ το αρσ. ως ουσ. ο σπαθάτος (στο Βυζ.) ο σπαθάριος νεοελλ. 1. αυτός που φέρει σπαθί 2. αξιωματικός 3. μτφ. (για πρόσ.) ψηλός και λεπτός, λυγερόκορμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάθη + κατάλ. ᾶτος (πρβλ. κονταρ ᾶτος)] …   Dictionary of Greek

  • σπαθάτος — η, ο αυτός που έχει ίσιο κορμί: Παρά την ηλικία του διατηρείται ακόμη σπαθάτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπαθατός — ά, όν, Α (δωρ. τ.) βλ. σπαθητός …   Dictionary of Greek

  • σπαθατόν — σπαθατός masc acc sg σπαθατός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαθητός — ή, όν και δωρ. τ. σπαθατός, ά, όν, Α [σπαθῶ] 1. (για ύφασμα) πυκνά υφασμένος, κρουστός 2. (κατά τον Ησύχ.) «σπαθητόν γυναικεῑον» …   Dictionary of Greek

  • Ανεζίνη-Λεράκη, Γεωργία — (Βέροια 1941 –). Νομικός και συγγραφέας, σύζυγος του λογοτέχνη Κυριάκου Λεράκη. Σπούδασε στη νομική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στα γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1976 με τη συλλογή διηγημάτων Τα πικρά και τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”