σπαθητός

σπαθητός

σπαθητός, von Geweben, die auf dem senkrechten Webstuhle mit der σπάϑη gewebt u. dichtgemacht sind; ὑφάσματα, Aesch. frg. 330, χλαῖνα, Soph. bei Poll. 7, 36.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπαθητός — ή, όν και δωρ. τ. σπαθατός, ά, όν, Α [σπαθῶ] 1. (για ύφασμα) πυκνά υφασμένος, κρουστός 2. (κατά τον Ησύχ.) «σπαθητόν γυναικεῑον» …   Dictionary of Greek

  • σπαθητόν — σπαθητός struck with the masc acc sg σπαθητός struck with the neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαθητοῖς — σπαθητός struck with the masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιροσπάθητος — καιροσπάθητος, ον (Α) πυκνά υφασμένος, στερεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καῖρος «τα νήματα τού στημονιού τού αργαλειού» + σπάθητος (< σπαθῶ «υφαίνω σφιχτά»), πρβλ. ευ σπάθητος, λεπτο σπάθητος] …   Dictionary of Greek

  • λεπτοσπάθητος — λεπτοσπάθητος, ον (Α) υφασμένος με λεπτό τρόπο, λεπτοϋφασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + σπαθητός (< σπαθῶ, άω < σπάθη), πρβλ. ευ σπάθητος, καιρο σπάθητος] …   Dictionary of Greek

  • ευσπάθητος — εὐσπάθητος, ον (Α) ο υφασμένος προσεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σπαθητός (< σπαθώ «κτυπώ το στημόνι με τη σπάθη τού αργαλειού»)] …   Dictionary of Greek

  • σπαθατός — ά, όν, Α (δωρ. τ.) βλ. σπαθητός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”