- σπανο-πώγων
σπανο-πώγων, ωνος, ὁ, mit dünnem Barte; Galen.; Poll. 2, 88.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπανο-πώγων, ωνος, ὁ, mit dünnem Barte; Galen.; Poll. 2, 88.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπανοπώγων — ωνος, ὁ, ΜΑ αυτός που έχει σπανό πώγωνα, αραιές τρίχες στο πιγούνι του. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + πώγων (πρβλ. βαθυ πώγων)] … Dictionary of Greek