προς-εμ-πικραίνομαι

προς-εμ-πικραίνομαι

προς-εμ-πικραίνομαι, noch dazu erbittert od. aufgebracht werden, in Zorn gerathen gegen Einen, τινί; ὡς οἱ Πέρσαι παϑόντες προςεμπικρανέεσϑαι ἔμελλον τοῖσι Σαμίοισι, Her. 3, 146, zw. Lesart; vgl. 5, 62.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πικραίνω — ΝΜΑ [πικρός] 1. προκαλώ σε κάποιον την αίσθηση τού πικρού («κατάφαγε αὐτό καὶ πικρανεῑ σου τὴν κοιλίαν», ΚΔ) 2. προκαλώ πικρία, θλίψη σε κάποιον (α. «μέ πίκρανες τόσα χρόνια» β. «ὀ Παντοκράτωρ ὁ πικράνας μου τὴν ψυχήν», ΠΔ) 3. παθ. πικραίνομαι α) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”