σπεῖρον

σπεῖρον

σπεῖρον, τό, ein Gewand od. Tuch rum Umwickeln od. Umhüllen, bes. ein als Kleid dienendes Tuch, ein Umwurf zur Umhüllung des Leibes; εἴλυμα σπείρων, ein Umschlag um gewaschene Gewänder, Od. 6, 179; κακὰ σπεῖρα, schlechte Hüllen, von den Lumpen eines Bettlers. 4, 245; Leichentuch, 2, 102. 19, 147. 24, 137; Segeltuch, 5, 318. 6, 269; νυμφιδίου σπείροιο παρακλίνασα καλύπτρην, Euphorion bei Schol. Eur. Phoen. 688.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπεῖρον — σπείρω sow aor imperat act 2nd sg σπείρω sow pres part act masc voc sg σπείρω sow pres part act neut nom/voc/acc sg σπείρω sow imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) σπείρω sow imperf ind act 1st sg (homeric ionic) σπεῖρον piece of cloth neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπείρον — τὸ, Α 1. κομμάτι υφάσματος (α. «εἴλυμα σπείρων», Ομ. Οδ. β. «σπεῑρα κάκ ἀμφ ὤμοισι βαλών», Ομ. Οδ.) 2. σάβανο 3. ιστίο πλοίου 4. γυναικείο ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. σπεῖρα με αρχική σημ. «αυτό με το οποίο τυλίγεται κανείς», από όπου… …   Dictionary of Greek

  • σπειρίον — (I) τὸ, Α [σπεῑρα] μικρή σπείρα, κόσμημα στη βάση ιωνικού κίονα. (II) τὸ, Α μικρό σπεῑρον*, ελαφρό καλοκαιρινό ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σπεῖρον. Η σημ. τής λ. «καλοκαιρινό ένδυμα» θα επέτρεπε τη διόρθωση τής λ. σε σείρια (< Σείριος)] …   Dictionary of Greek

  • σπειροφόρος — (I) ο, Ν (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος βραχιονοπόδων που ανήκει στην ομάδα τών σπειριφεροειδών και έζησε από το σιλούριο ώς το πέρμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. spirifer < spir (< σπείρα) + fer (< λατ. fero «φέρω»)].… …   Dictionary of Greek

  • σπείρω — sow aor subj act 1st sg σπείρω sow pres subj act 1st sg σπείρω sow pres ind act 1st sg σπείρω sow aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) σπεί̱ρω , σπεῖρον piece of cloth neut nom/voc/acc dual σπεί̱ρω , σπεῖρον piece of cloth neut gen sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπείρα — Διακοσμητικό μοτίβο πολύ διαδομένο στην προϊστορική εποχή. Η φύση του σχήματος αυτού είναι διπλή: μπορεί να παραστάνει μια καθαρή γεωμετρική αφαίρεση ή να είναι η σχηματοποιημένη αναπαράσταση φυσικών μορφών. Στη δεύτερη φύση της παρουσιάζεται για …   Dictionary of Greek

  • σπείρας — είρατος, τὸ, Α είδος ενδύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρον «είδος υφάσματος, γυναικείο ένδυμα» κατά τα σιγμόληκτα σε ας] …   Dictionary of Greek

  • σπείρος — ους, τὸ, Α περικάλυμμα («σπείρεα βολβῶν», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σπεῖρον, κατά τα σιγμόληκτα. Η λ. απαντά στον τ. σπείρεα (πιθ. κατά το ῥήγεα, πληθ. τού ρήγος «κομμάτι βαμμένου υφάσματος») και αναφέρεται στις φλούδες τών κρεμμυδιών] …   Dictionary of Greek

  • σπειρόπωλις — ώλιδος, ἡ, Α φρ. «σπειρόπωλις ἀγορά» αγορά στην οποία πωλούσαν παλιά ρούχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρον «είδος υφάσματος» + πωλις (< πώλης* + κατάλ. ις, ιδος), πρβλ. σιτό πωλις] …   Dictionary of Greek

  • σπειρώ — όω, ΝΑ συστρέφω κάτι ώστε να σχηματίσει σπείρες, περιελίσσω, κουλουριάζω αρχ. τυλίγω στα σπάργανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. με τη σημ. «συστρέφω» και ιδίως στον τ. τής μεσ. φωνής σπειροῦμαι < σπεῖρα, ενώ ο ενεργ. τ. σπείρω με την ειδικότερη σημ. «τυλίγω …   Dictionary of Greek

  • σπειρώδης — ῶδες, Α [σπεῑρον] αυτός που έχει πολλά περιβλήματα, πολλούς χιτώνες («σπειρώδεϊ κόρσῃ σκίλλης», Νίκ. Αλεξ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”