- σπείρημα
σπείρημα, τό, das Gewickelte, die Windung; σπείραμα αἰῶνος, Ep. ad. 571 (App. 109). – So viel wie σπάργανον, Nic. Al. 417.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπείρημα, τό, das Gewickelte, die Windung; σπείραμα αἰῶνος, Ep. ad. 571 (App. 109). – So viel wie σπάργανον, Nic. Al. 417.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπείρημα — τὸ, Α βλ. σπείραμα … Dictionary of Greek
σπείρημα — σπείραμα coil neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπείραμα — άματος, το, ΝΑ, και ιων. τ. σπείρημα Α [σπειρῶμαι] καθετί που είναι περιελιγμένο ελικοειδώς νεοελλ. φρ. α) «αγγειώδες σπείραμα» ή «νεφρικό σπείραμα» (ανατ. φυσιολ.) μικροσκοπικό τολύπιο τριχοειδών αγγείων που σχηματίζουν δίκτυο ανάμεσα σε ένα… … Dictionary of Greek