- σπείρωσις
σπείρωσις, ἡ, das Umwickeln, Schol. Arat. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπείρωσις, ἡ, das Umwickeln, Schol. Arat. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπείρωση — η / σπείρωσις, ώσεως, ΝΑ [σπειροῡμαι/σπειρῶ] νεοελλ. ναυτ. (σχετικά με σχοινί, ιδίως αγόμενο) η τοποθέτηση στο κατάστρωμα σε επάλληλες σπείρες, σε κουλούρες, κν. κούρκωμα αρχ. συστροφή, κουλούριασμα … Dictionary of Greek
σπειρώσεως — σπειρώσεω̆ς , σπείρωσις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπείρωσι — σπείρω sow aor subj act 3rd pl σπείρω sow pres subj act 3rd pl σπείρωσις fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπείρωσιν — σπείρω sow aor subj act 3rd pl σπείρω sow pres subj act 3rd pl σπείρωσις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)