- προς-εμ-πρήθω
προς-εμ-πρήθω (s. πρήϑω), = προςεμπίπρημι, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-εμ-πρήθω (s. πρήϑω), = προςεμπίπρημι, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρήθω — Α (επικ. τ.) 1. φουσκώνω κάτι με φύσημα («ἐν δ ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω να αναβλύσει κάτι, φυσώ προς τα έξω, εκφυσώ («τὸ δ [αἷμα] ἀνὰ στόμα καὶ κατά ῥῑνας πρῆσε», Ομ. Ιλ.) 3. (για τον Ήφαιστο) ανάβω κάτι φυσώντας («πρήσοντα… … Dictionary of Greek
πίμπρημι — Α 1. πυρπολώ, βάζω φωτιά σε κάτι (α. «πρῆσε δὲ πυρὸς θύρετρα», Ομ. Ιλ. β. «ἠθέλησε πυρὶ πρῆσαι κατ ἄκρας», Σοφ. γ. «πρήσω πόλιν», Αισχύλ.) 2. φλεγμαίνω, έχω φλεγμονή («πίμπρησι δὲ χείλη», Νίκ.) 3. πρήθω*. φυσώ και φουσκώνω κάτι, προκαλώ φούσκωμα… … Dictionary of Greek
πρήσκω — ΝΜ πρήζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από το ρ. πρήθω, πίμπρημι με το ενεστωτικό επίθημα σκω, με σκοπό να δηλωθεί σαφέστερα το θ. τού ενεστ. και να αντιδιασταλεί προς τους άλλους χρόνους (πρβλ. λούζω λούσκομαι, μυρίζω μυρίσκουμαι, πλήσσω… … Dictionary of Greek