σπινθηρίζω

σπινθηρίζω

σπινθηρίζω, Funken von sich geben, sprühen; Pherecrat. bei B. A. 361; Plut. plac. phil. 3, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπινθηρίζω — ΝΜΑ [σπινθήρ(ας)] 1. εκπέμπω σπινθήρες, σπινθηροβολώ 2. εκπέμπω φωτεινές ακτίνες, ακτινοβολώ, φεγγοβολώ νεοελλ. 1. (για κρασί) σπιθίζω 2. φρ. «σπινθηρίζον πνεύμα» πνεύμα που εκπέμπει σπινθήρες ευφυΐας, που πετάει σπίθες, πολύ έξυπνο και… …   Dictionary of Greek

  • σπινθηρίζω — σπινθήρισα 1. εκπέμπω σπινθήρες. 2. ακτινοβολώ, βγάζω λάμψη: Σπινθηρίζουν τα μάτια της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπινθηρίζον — σπινθηρίζω emit sparks pres part act masc voc sg σπινθηρίζω emit sparks pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπινθηρίζουσι — σπινθηρίζω emit sparks pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σπινθηρίζω emit sparks pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπινθηρίζειν — σπινθηρίζω emit sparks pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπινθηρίζοντες — σπινθηρίζω emit sparks pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπινθηρίζοντος — σπινθηρίζω emit sparks pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπινθηρίζουσα — σπινθηρίζω emit sparks pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσπινθήριζεν — σπινθηρίζω emit sparks imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπιθίζω — Ν 1. πετώ σπίθες, σπινθηρίζω 2. αναλάμπω, φέγγω 3. (για κρασί) είμαι αφρώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπινθ της λ. σπινθήρ, με αποβολή τού ν + κατάλ. ίζώ] …   Dictionary of Greek

  • σπινθήρισμα — το, Ν [σπινθηρίζω] σπινθηρισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”