σπινθηρακίζω

σπινθηρακίζω

σπινθηρακίζω, = Folgdm, Nicet.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπινθηρακίζω — Μ σπινθηροβολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθήρ / σπινθηρ άκ ιον + κατάλ. ίζω (βλ. λ. σπινθηράκιον)] …   Dictionary of Greek

  • σπινθηράκιον — τὸ, Α μικρός σπινθήρας, μικρή σπίθα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθήρ + υποκορ. κατάλ. άκ ιον (πρβλ. μειρ άκ ιον), πιθ. μέσω αμάρτυρου *σπινθήρ αξ (πρβλ. σπινθηρακίζω, σπινθηρακώδης)] …   Dictionary of Greek

  • σπινθηράκισμα — τὸ, ΜΑ [σπινθηρακίζω] σπινθηράκιον* …   Dictionary of Greek

  • σπινθηρακώδης — ῶδες, Μ αυτός που μοιάζει με σπινθήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθήρ, πιθ. μέσω αμάρτυρου *σπινθήρ αξ (πρβλ. σπινθηράκιον, σπινθηρακίζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”