- σπενδεῖον
σπενδεῖον,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπενδεῖον,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπενδείον — τὸ, Α (εσφ. γρφ.) βλ. σπονδεῑον … Dictionary of Greek
σπονδείον — και σπονδῆον και σπονδήϊον και σπενδεῑον, τὸ, Α 1. σκύφος, αγγείο, χρυσή φιάλη που έφεραν οι σπονδοφόροι όταν ανήγγελλαν τη σπονδή 2. κουτί με άνοιγμα στο επάνω μέρος για τη συγκέντρωση χρηματικών προσφορών 3. περικοπή τού «πυθικού νόμου».… … Dictionary of Greek