- σπειρίον
σπειρίον, τό dim. von σπεῖρον, Xen. Hell. 4, 5, 4, von leichten Sommerkleidern.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπειρίον, τό dim. von σπεῖρον, Xen. Hell. 4, 5, 4, von leichten Sommerkleidern.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπειρίον — σπειράομαι to be coiled pres part act masc voc sg (epic doric ionic) σπειράομαι to be coiled pres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic) σπειρίον light summer garment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπειρίον — (I) τὸ, Α [σπεῑρα] μικρή σπείρα, κόσμημα στη βάση ιωνικού κίονα. (II) τὸ, Α μικρό σπεῑρον*, ελαφρό καλοκαιρινό ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σπεῖρον. Η σημ. τής λ. «καλοκαιρινό ένδυμα» θα επέτρεπε τη διόρθωση τής λ. σε σείρια (< Σείριος)] … Dictionary of Greek
σπειρία — σπειρίον light summer garment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποσπείριον — τὸ, Α αρχιτ. βάση με την μορφή σπειρίου* (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σπειρίον «ανάγλυφο κόσμημα τών κιόνων»] … Dictionary of Greek