- σπερμο-γόνος
σπερμο-γόνος, Saamen erzeugend, Schol. Lycophr. 352.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπερμο-γόνος, Saamen erzeugend, Schol. Lycophr. 352.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπέρμα — (Βιολ.). Το έκκριμα των όρχεων του άνδρα. Βλ. λ. ουρογεννητικό σύστημα. * * * το, ΝΜΑ 1. σπόρος φυτού (α. «τα σπέρματα τών αγγειόσπερμων φυτών» β. «σπέρματα δάσσασθαι και ἐπισπορίην ἀλέασθαι», Ησίοδ.) 2. φυσιολογικό υγρό που αποτελείται από… … Dictionary of Greek