σπερμο-φόρος

σπερμο-φόρος

σπερμο-φόρος, Saamen tragend, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλημοφόρος — κλημοφόρος, ὁ (Α) Ρωμαίος εκατόνταρχος που έφερε κλημάτινη ράβδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆμα (ΙΙ), με τη σημ. «κλημάτινη ράβδος» + φόρος (< φέρω), πρβλ. σπερμο φόρος. Το α συνθετικό σχηματίζεται από το θέμα τής ονομ. και όχι τής γεν., όπως συν. (πρβλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”