- σπερματίας
σπερματίας, ὁ, σικυός, Saamengurke, dem εὐνουχίας entggstzt, Cratin. bei Ath. II, 68 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπερματίας, ὁ, σικυός, Saamengurke, dem εὐνουχίας entggstzt, Cratin. bei Ath. II, 68 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπερματίας — σπερματίᾱς , σπερματία seed fem acc pl σπερματίᾱς , σπερματία seed fem gen sg (attic doric aeolic) σπερματίᾱς , σπερματίας left to ripen for seed masc acc pl σπερματίᾱς , σπερματίας left to ripen for seed masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπερματίας — ὁ, ΝΜΑ καρπός που αφήνεται να ωριμάσει πάνω στο φυτό για να κρατηθούν, για σπορά, οι σπόροι του, αλλ. σπορίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, ατος + κατάλ. ίας (πρβλ. καρκιν ίας)] … Dictionary of Greek
σπερματίαι — σπερματίᾱͅ , σπερματία seed fem dat sg (attic doric aeolic) σπερματίας left to ripen for seed masc nom/voc pl σπερματίᾱͅ , σπερματίας left to ripen for seed masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπερματίαν — σπερματίᾱν , σπερματία seed fem acc sg (attic doric aeolic) σπερματίᾱν , σπερματίας left to ripen for seed masc acc sg (attic epic doric aeolic) σπερματίας left to ripen for seed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίκυος — και σικυός, ο, ΝΑ 1. η αγγουριά 2. ο καρπός τής αγγουριάς, το αγγούρι 3. φρ. «σίκυος ο πέπων» βλ. πέπων αρχ. φρ. α) «σίκυος σπερματίας» ώριμο αγγούρι β) «σίκυος ὁ ἄγριος» το φυτό ελατήριο, η πικραγγουριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σικύα, κατά … Dictionary of Greek
σπερματίου — σπερμάτιον neut gen sg σπερματίας left to ripen for seed masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)