σπερματικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπερματικός — ή, ό / σπερματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σπέρμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπέρμα («σπερματικά ὄργανα». Αριστοτ.) 2. φρ. α) «σπερματικός λόγος» (στη στωική φιλοσ.) γενετική αρχή, δύναμη και ουσία μέσω τής οποίας και από την οποία… … Dictionary of Greek
σπερματικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με το σπέρμα: Ο άντρας της υποβλήθηκε σε σπερματική εξέταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπερματικά — σπερματικός of neut nom/voc/acc pl σπερματικά̱ , σπερματικός of fem nom/voc/acc dual σπερματικά̱ , σπερματικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπερματικώτερον — σπερματικός of adverbial comp σπερματικός of masc acc comp sg σπερματικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπερματικωτέραις — σπερματικός of fem dat comp pl σπερματικωτέρᾱͅς , σπερματικός of fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπερματικῶν — σπερματικός of fem gen pl σπερματικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπερματικόν — σπερματικός of masc acc sg σπερματικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπερματικώτατα — σπερματικός of adverbial superl σπερματικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπερματικαῖς — σπερματικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπερματικαί — σπερματικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)