σπερχνός — hasty masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπερχνός — ή, όν, Α 1. γρήγορος, ορμητικός («ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶ ταχυρρόθους λόγους», Αισχύλ.) 2. (για νόσο) βαρειάς μορφής 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σπερχνόν (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος ἱέρακος» 4. (το ουδ. ως επίρρ.) σπερχνόν ορμητικά, βίαια. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
σπερχνόν — σπερχνός hasty masc acc sg σπερχνός hasty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπερχνούς — σπερχνός hasty masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπερχνή — σπερχνός hasty fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπερχές — ἀσπερχές επίρρ. (Α) ακατάπαυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α (αθροιστικό επιτακτικό) + πιθ. *σπέρχος, το (< σπέρχομαι), τού οποίου το ένσιγμο θ. εναλλάσσεται με το επίθημα * nο στον τ. σπερχνός (πρβλ. έρεβος ερεμνός)] … Dictionary of Greek
σπερχνοποιός — όν, Α (για νόσο) βαρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπερχνός + ποιός*] … Dictionary of Greek
sperĝh-, spreĝh-, nasal. sprenĝh- — sperĝh , spreĝh , nasal. sprenĝh English meaning: to hurry, to spring Deutsche Übersetzung: ‘sich hastig bewegen, eilen, springen” Note: Erweit. from sper “ twitch, schnellen”. Material: O.Ind. spr̥háyati “begehrt,… … Proto-Indo-European etymological dictionary