σπατάλημα, τό, = σπατάλη, Schwelgerei, Agath. 53 (IX, 642).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπατάλημα — σπατάλη wantonness neut nom/voc/acc sg σπατάλημα neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπατάλημα — τὸ, Α [σπαταλώ] άφθονη ποσότητα, δαπάνη χωρίς φειδώ … Dictionary of Greek