- σπαράκτης
σπαράκτης, ὁ, der Zerreißende, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπαράκτης, ὁ, der Zerreißende, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπαράκτης — ὁ, θηλ. σπαράκτρια, Μ [σπαράσσω] αυτός που κατασπαράζει, που κατακομματιάζει κάτι … Dictionary of Greek
προβατοσπαράκτης — ὁ, Μ αυτός που κατασπαράζει πρόβατα, που καταξεσχίζει πρόβατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + σπαράκτης (< σπαράσσω)] … Dictionary of Greek
σπαράκτρια — ἡ, Μ βλ. σπαράκτης … Dictionary of Greek
σπαρακτικός — ή, ό / σπαρακτικός, ή, όν, ΝΑ, και σπαραχτικός, ή, ό, Ν [σπαράκτης] νεοελλ. αυτός που προκαλεί βαθιά λύπη, που προξενεί σπαραγμό («σπαρακτικές κραυγές») αρχ. ο επιτήδειος στο να κατασπαράζει. επίρρ... σπαραχτικά / σπαρακτικῶς ΝΑ με σπαραγμό … Dictionary of Greek
ψυχοσπαράκτης — ὁ, Μ αυτός που σπαράζει την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + σπαράκτης (< σπαράσσω)] … Dictionary of Greek