σπαρτο-πλόκος

σπαρτο-πλόκος

σπαρτο-πλόκος, Seile aus σπάρτος drehend, flechtend, Poll. 7, 181.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπαρτοπλόκος — ον Α το αρσ. ως ουσ. ὁ σπαρτοπλόκος αυτός που κατασκευάζει σχοινιά από σπάρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάρτον + πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. ιο πλόκος, στεφανη πλόκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”