- σπαρτό-δετος
σπαρτό-δετος, mit σπάρτος gebunden u. befestigt, Opp. Cyn. 1, 156.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπαρτό-δετος, mit σπάρτος gebunden u. befestigt, Opp. Cyn. 1, 156.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπαρτόδετος — ον, Α δεμένος με σχοινί από σπάρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάρτον + δετος (< δετός < δέω «δένω»), πρβλ. νευρό δετος] … Dictionary of Greek