- σπύραθος
σπύραθος, ὁ od. ἡ, runder Mist, bes. der Ziegen u. Schaafe, Schaaflorbeer, Sp. – Hängt wohl mit σπεῖρα zusammen u. bedeutet jeden rund gedrehten Körper.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπύραθος, ὁ od. ἡ, runder Mist, bes. der Ziegen u. Schaafe, Schaaflorbeer, Sp. – Hängt wohl mit σπεῖρα zusammen u. bedeutet jeden rund gedrehten Körper.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπύραθος — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπύραθος — και πύραθος, ὁ, ἡ, Α στρογγυλή, σπειροειδής κοπριά, ιδίως τών αιγοπροβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων με επίθημα θος (πρβλ. ὄνθος, σπέλεθος), που μαρτυρείται και χωρίς αρκτικό σ (πρβλ. πύραθος), αλλά και με δασύ… … Dictionary of Greek
σπυράθοις — σπύραθος fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπυράθους — σπύραθος fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπυράθων — σπύραθος fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπύραθοι — σπύραθος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπύραθον — σπύραθος fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπυράθιον — και σπυρίθιον, τὸ, Α [σπύραθος] σπύραθος* … Dictionary of Greek
σπυραθία — και αττ. τ. σφυραθία, ἡ, Α [σπύραθος] σπύραθος* … Dictionary of Greek
πυρός — (I) και σπυρός, ὁ, Α 1. το σιτάρι, ο σίτος 2. κόκκος σιταριού 3. φρ. «πυρὸς ἄγριος» το φυτό χελιδόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή ονομασία τού σιταριού, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *pūro «κόκκος, σιτηρά» και συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών, που δηλώνουν… … Dictionary of Greek
πύραθος — ὁ, Α (ποιητ. τ.) (κυρίως στον πληθ.) οἱ πυραθοι βλ. σπύραθος … Dictionary of Greek