- σπόγγισμα
σπόγγισμα, τό, das mit dem Schwamm Abgewischte, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπόγγισμα, τό, das mit dem Schwamm Abgewischte, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπόγγισμα — το, ΝΜ [σπογγίζω] καθετί που καθαρίζεται, που μαζεύεται με το σφουγγάρι νεοελλ. το καθάρισμα με σπόγγο, το σφούγγισμα … Dictionary of Greek