- σπυρθίζω
σπυρθίζω, = πυδαρίζω, Ar. bei Phot., Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπυρθίζω, = πυδαρίζω, Ar. bei Phot., Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπυρθίζω — Α (κατά τον Ησύχ.) α) «σπυρθίζειν τὸ ἀνασκιρτᾱν, ἀπὸ τῶν ὄνων» β) «σπᾱσθαι καὶ ἀγανακτεῑν. πυδαρίζειν καὶ σφύζειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. που ανάγεται στην οικογένεια τού σπαίρω* «σκιρτώ, σπαρταρώ» και εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας … Dictionary of Greek
σπυρθίζειν — σπυρθίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)