σπυραθία, ἡ, = σπύραϑος, Poll. 5, 91, Bekk. σφυρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπυραθία — και αττ. τ. σφυραθία, ἡ, Α [σπύραθος] σπύραθος* … Dictionary of Greek
σφυραθία — ἡ, Α βλ. σπυραθία … Dictionary of Greek