σπυριδών

σπυριδών

σπυριδών, ῶνος, ὁ, = σπυρίς, Poll. 6, 173, von Bekker getilgt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπυριδών — I Επίσκοπος Τριμυθούντας, άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Κύπρο και προερχόταν από οικογένεια βοσκών. Αν και μορφωμένος, ακολούθησε και ο ίδιος το επάγγελμα των γονιών του. Μετά το θάνατο της γυναίκας του, στράφηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • σπυρίδων — σπυρίς large basket fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λάμπρος, Σπυρίδων — (Κέρκυρα 1851 – Σκόπελος 1919). Ιστορικός, πανεπιστημιακός και πολιτικός. Θεωρείται ο πιο διαπρεπής μεσαιωνολόγος και ιστοριοδίφης της νεότερης Ελλάδας. Γιος του νομισματολόγου Παύλου Λάμπρου (βλ. λ.), ο Λ. έδειξε πολύ πρώιμη κλίση στα γράμματα… …   Dictionary of Greek

  • Μαρινάτος, Σπυρίδων — (Ληξούρι 1901 – Ακρωτήρι Θήρας 1974). Αρχαιολόγος. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1925 εκπόνησε τη διατριβή του Θαλασσογραφικαί παραστάσεις της κρητομυκηναϊκής τέχνης. Όταν ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές του… …   Dictionary of Greek

  • Μαρκεζίνης, Σπυρίδων — (Αθήνα 1909 – 2000). Νομικός, πολιτικός και συγγραφέας. Σπούδασε νομικά και οικονομικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως δικηγόρος και νομικός σύμβουλος του βασιλιά Γεώργιου Β’ (1936 46). Κατά τη… …   Dictionary of Greek

  • Στάης, Σπυρίδων — Πολιτικός (1859 1932). Καταγόταν από τα Κύθηρα και σπούδασε φυσικομαθηματικά στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Αρχικά υπηρέτησε ως καθηγητής σε διάφορα γυμνάσια της χώρας αλλ’ από το 1892 ασχολήθηκε με την πολιτική. Εκλέχτηκε βουλευτής Κυθήρων και με… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Σπυρίδων — I Μικρό νησί, που βρίσκεται μπροστά στον κόλπο της Παροικιάς, στο νησί Πάρος. II Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 1.223 κάτ.) του νομού Άρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φιλοθέης. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ.… …   Dictionary of Greek

  • Αντωνιάδης, Σπυρίδων — (Κρήτη 1808 – Αθήνα 1873). Συγγραφέας και πολιτικός. Καταγόταν από ιστορική οικογένεια της Κρήτης και ήταν αδελφός του πολιτικού και δημοσιογράφου Εμμανουήλ Αντωνιάδη (βλ. λ.). Διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα στην Κρήτη και μετά φοίτησε στη σχολή της …   Dictionary of Greek

  • Βάλαντος, Σπυρίδων — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τη Λίμνη της Εύβοιας. Πήρε μέρος στην πυρπόληση ενός τουρκικού πολεμικού σε λιμάνι της Λέσβου κάτω από τις διαταγές του πλοίαρχου Καλογιάννη (1824) …   Dictionary of Greek

  • Βασιλειάδης, Σπυρίδων — (Πάτρα 1844 – 1874). Ποιητής. Σπούδασε νομικά, αλλά ασχολήθηκε κυρίως με την ποίηση. Κινούμενος μέσα στο κλίμα της Αθηναϊκής Σχολής, αντιπροσωπεύει, μαζί με τον Δ. Παπαρρηγόπουλο, την κορύφωση και την υπερβολή του ρομαντισμού και προμηνύει την… …   Dictionary of Greek

  • Βεντούρας, Σπυρίδων — (Λευκάδα 1761 – 1835). Ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της επτανησιακής ζωγραφικής σχολής του 18ου αι. Τη σχολή αυτή είχε ιδρύσει ο Παναγιώτης Δοξαράς, ο οποίος πραγματοποίησε τη μεταστροφή από την παράδοση της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”