- πῦαρ
πῦαρ, τό, = πῠος, die erste Muttermilch u. daraus gemachtes Lab, vgl. Nic. Al. 373.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πῦαρ, τό, = πῠος, die erste Muttermilch u. daraus gemachtes Lab, vgl. Nic. Al. 373.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πύαρ — το / πῡαρ, ΝΑ το πρωτόγαλα, το πρώτο γάλα τής μητέρας αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «πῡαρ πυτία». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πυός] … Dictionary of Greek
πυός — ὁ, Α το πρώτο γάλα γυναίκας ή ζώου μετά τον τοκετό, το πρωτόγαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη ετυμολ., η λ. πυός συνδέεται με τη λ. πύον (βλ. λ. πύθω), εφόσον ο τ. αποδίδει την ιδιότητα τού ξινού που χαρακτηρίζει τα σάπια πράγματα (πρβλ. αρχ … Dictionary of Greek
θηλασμός — Η πρώτη μορφή διατροφής των νεογνών του ανθρώπου και γενικότερα των θηλαστικών ζώων. Οι τρόποι και η διάρκεια του θ. ποικίλλουν ανάλογα με τα διάφορα είδη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο μαστός ή μαζικός αδένας υφίσταται μεταβολές από την… … Dictionary of Greek
πρωτόγαλα — άλακτος, το, ΝΜΑ 1. το γάλα που εκκρίνεται τις πρώτες ημέρες αμέσως μετά τον τοκετό από τους μαστούς τής γυναίκας και όλων τών θηλυκών θηλαστικών και το οποίο έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που τό κάνουν να διακρίνεται από το κανονικό γάλα, αλλ.… … Dictionary of Greek
πυτία — η, ΝΜΑ, και πυτιά Ν, και πυετία και δ. γρφ. πιτύα Α ένζυμο τού γαστρικού υγρού που επιτρέπει την πήξη τού γάλακτος με καθίζηση τής καζεΐνης νεοελλ. ό,τι απομένει στις αλυκές μετά την αποβολή τού αλατιού αρχ. 1. το πρώτο μετά τον τοκετό γάλα τών… … Dictionary of Greek
pū̆ -2 : peu̯ǝ- — pū̆ 2 : peu̯ǝ English meaning: to rot, stink Deutsche Übersetzung: “faulen; stinken” Note: presumably from a pu “fie!” evolved Material: O.Ind. pū yati “wird faul, stinkt” = Av. puyeiti “wird faul”, O.Ind. pūya , m “pus”, pū… … Proto-Indo-European etymological dictionary