πῡγηδόν

πῡγηδόν

πῡγηδόν, adv., mit zugekehrtem Steiß; συνιόντα πυγηδὸν όχεύεται, Arist. H. A. 5, 2, dem ὄπισϑεν συνιόντες entsprechend; vgl. πάλιν πυγηδὸν νέμεσϑαι, de part. anim. 2, 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυγηδόν — tail foremost indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγηδόν — Α επίρρ. προς τα πίσω, με κίνηση προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυγή + επιρρμ. κατάλ. (η)δόν (πρβλ. μολπη δόν)] …   Dictionary of Greek

  • пятигуз — род. п. а ненадежный, непостоянный человек . Сложение из формы повел. накл. от пятить (см. пята) и гуз, т. е. пятящийся задом . Ср. греч. παλίνορσος пятящийся , (πάλιμ)πυγηδόν задом , франц. rесulеr отступать, пятиться : сul зад ; см. Френкель,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • παλιμπυγηδόν — (Α) επίρρ. πισώκωλα, με κίνηση προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πυγηδόν «οπισθίως» (< πυγή)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”